Πέμπτη 15 Απριλίου 2010. CARACAS
Τα χαράματα της Τρίτης 13 Απριλίου, οκτώ μήνες και μία ημέρα μετά την αναχώρησή μας από το Caracas, επιστρέφαμε και πάλι στην πρωτεύουσα της Βενεζουέλας, ολοκληρώνοντας το γύρο της Νότιας Αμερικής!
Θορυβημένοι από τις συνεχείς προειδοποιήσεις όλων όσων συναντούμε σχετικά με την ακραία εγκληματικότητα του Caracas, αποφασίσαμε να κατέβουμε χωρίς χρήματα και φωτογραφική μηχανή στο ούτως ή άλλως χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον κέντρο της πόλης.
Χθες το βράδυ -τελευταίο μας βράδυ στη Ν.Αμερική- βρεθήκαμε με τον Sven και την Mindy, το ζευγάρι από τη Γερμανία και την Ινδονησία αντίστοιχα που είχαμε γνωρίσει τον περασμένο Αύγουστο στο Mompox της Κολομβίας.
Σήμερα το μεσημέρι μαζέψαμε για τελευταία φορά τα πράγματά μας και τραβήξαμε για το αεροδρόμιο του Caracas. Κάπου εδώ λοιπόν η «βαλίτσα» μας ολοκληρώνει το ταξίδι της, καθώς σε λίγη ώρα θα απογειωνόμαστε, αφήνοντας κάτω μας και πίσω μας την αμερικάνικη ήπειρο.
Μετά από δυο μικρές στάσεις σε Μαδρίτη και Λονδίνο, το πρωί της Κυριακής 18 Απρίλη θα προσγειωνόμαστε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, ακριβώς οκτώμισι μήνες μετά την αναχώρησή μας!
Τα υπόλοιπα λοιπόν από κοντά...
Θορυβημένοι από τις συνεχείς προειδοποιήσεις όλων όσων συναντούμε σχετικά με την ακραία εγκληματικότητα του Caracas, αποφασίσαμε να κατέβουμε χωρίς χρήματα και φωτογραφική μηχανή στο ούτως ή άλλως χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον κέντρο της πόλης.
Χθες το βράδυ -τελευταίο μας βράδυ στη Ν.Αμερική- βρεθήκαμε με τον Sven και την Mindy, το ζευγάρι από τη Γερμανία και την Ινδονησία αντίστοιχα που είχαμε γνωρίσει τον περασμένο Αύγουστο στο Mompox της Κολομβίας.
Σήμερα το μεσημέρι μαζέψαμε για τελευταία φορά τα πράγματά μας και τραβήξαμε για το αεροδρόμιο του Caracas. Κάπου εδώ λοιπόν η «βαλίτσα» μας ολοκληρώνει το ταξίδι της, καθώς σε λίγη ώρα θα απογειωνόμαστε, αφήνοντας κάτω μας και πίσω μας την αμερικάνικη ήπειρο.
Μετά από δυο μικρές στάσεις σε Μαδρίτη και Λονδίνο, το πρωί της Κυριακής 18 Απρίλη θα προσγειωνόμαστε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, ακριβώς οκτώμισι μήνες μετά την αναχώρησή μας!
Τα υπόλοιπα λοιπόν από κοντά...
Κυριακή 11 Απριλίου 2010. CIUDAD BOLIVAR
Το απόβραδο της περασμένης Δευτέρας ξαναμπήκαμε μετά από αρκετές μέρες σε λεωφορείο και πήραμε το στενό αυτοκινητόδρομο που διασχίζει το δάσος του Αμαζονίου με κατεύθυνση βόρεια προς τη Boa Vista, όπου και φτάσαμε το επόμενο μεσημέρι. Τη νύχτα, χαμηλά στον ορίζοντα αντικρίσαμε και πάλι έπειτα από εξίμιση μήνες τον Πολικό Αστέρα να μας καλωσορίζει στο Βόρειο ημισφαίριο, ενώ αντίκρυ του μας αποχαιρετούσε ο Σταυρός του Νότου.
Το πρωί της Τετάρτης αφήσαμε πίσω μας ύστερα από ενάμιση μήνα τη Βραζιλία και λίγο μετά τα μεσάνυχτα φτάναμε στη Ciudad Bolivar, στις όχθες του ποταμού Orinoco.
Κάπου 250 χιλιόμετρα νότια της Ciudad Bolivar, κρυμμένος μέσα σε πυκνό δάσος, βρίσκεται ο Salto Angel, ο ψηλότερος καταρράκτης του κόσμου. Το ύψος του Salto Angel φτάνει τα 979 μέτρα! Το όνομά του (Άγγελος) δεν προέρχεται από κάποιον τοπικό μύθο, αλλά από το όνομα ενός βορειοαμερικάνου αεροπόρου (Jimmie Angel), που το 1937 ανακάλυψε τον καταρράκτη, ενώ αναζητούσε χρυσό. Οι ιθαγενείς αποκαλούν τον καταρράκτη Korepakupay-Vena και το όνομα αυτό προέρχεται πράγματι από κάποια ιστορία της μυθολογίας τους. Ωστόσο για προφανείς λόγους (δεν απομνημονεύεται με τίποτα!) ο καταρράκτης είναι παγκοσμίως γνωστός με το όνομα Angel.Το πρωί της Τετάρτης αφήσαμε πίσω μας ύστερα από ενάμιση μήνα τη Βραζιλία και λίγο μετά τα μεσάνυχτα φτάναμε στη Ciudad Bolivar, στις όχθες του ποταμού Orinoco.
Καθώς ο Salto Angel βρίσκεται όπως είπαμε μέσα σε πυκνό δάσος, δεν υπάρχουν δρόμοι να τον προσεγγίσεις. Ο κοντινότερoς οικισμός είναι η Canaima, ένα χωριό ιθαγενών, που ούτε αυτό συνδέεται οδικώς με την υπόλοιπη χώρα. Έτσι, ο μοναδικός τρόπος για να φτάσει κανείς στο Salto Angel είναι να πετάξει με αεροπλανάκι cessna από τη Ciudad Bolivar στην Canaima κι από ΄κει ν΄ ανέβει με βάρκα το ποτάμι μέχρι τον καταρράκτη. Έχοντας στο μυαλό της την τραυματική εμπειρία της πτήσης πάνω από τη Nazca, η Κατερίνα προτίμησε να μείνει στη Ciudad Bolivar για ξεκούραση κι έτσι όσα ακολουθούν, αποτελούν την αφήγηση της τριήμερης εκδρομής του Αλέξη στην Canaima και τον Salto Angel.
Η πτήση με το cessna μέχρι την Canaima διήρκησε περίπου μία ώρα.
Φτάνοντας στο χωριό, επιβιβαστήκαμε 11 τουρίστες σε μια μακριά βάρκα φτιαγμένη από κορμό μεγάλου δέντρου, σαν μεγάλη πιρόγα με εξωλέμβια μηχανή και ξεκινήσαμε την τετράωρη πορεία προς τον καταρράκτη.
Σε πολλά σημεία το ποτάμι γίνεται ρηχό και πολύ ορμητικό. Συχνά η βάρκα μας σερνόταν πάνω στις πέτρες και τα βράχια, ενώ κάθε τόσο μας κατέβρεχαν μεγάλες ποσότητες νερού.
Κάπου στα μισά της διαδρομής ξέσπασε δυνατή καταιγίδα, που μας συνόδεψε σε όλη την υπόλοιπη πορεία μας, μέχρι να φτάσουμε πια, μουσκεμένοι ως το κόκκαλο, στο σημείο όπου θα διανυκτερεύαμε. Λίγο αργότερα, όταν καθάρισε κάπως ο ουρανός, βγήκαμε σ’ ένα ξέφωτο, απ’ όπου πρωτοαντικρίσαμε απέναντί μας τον Salto Angel.
Τη νύχτα κοιμηθήκαμε σε αιώρες και το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε από νωρίς μια πεζοπορία μέσα από το δάσος, μέχρι το κοντινότερο στον καταρράκτη παρατηρητήριο.
Πέρα απ’ το ότι συμβαίνει να είναι ο πλησιέστερος οικισμός στον ψηλότερο καταρράκτη του κόσμου, το ίδιο το χωριό της Canaima βρίσκεται σε μια πραγματικά παραδεισένια τοποθεσία: στις όχθες μιας λίμνης που σχηματίζεται από μια σειρά από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες.
Η πτήση της επιστροφής στη Ciudad Bolivar σήμερα το μεσημέρι επιφύλασσε μια υπέροχη έκπληξη. Αφού απογειωθήκαμε από τον αεροδιάδρομο της Canaima, συνεχίσαμε να πετάμε για αρκετά λεπτά σε πολυ χαμηλό ύψος, ανάμεσα από τις απόκρημνες πλευρές των tepui -όπως ονομάζονται αυτοί οι παράξενοι ορθογώνιοι ορεινοί όγκοι- μέχρι που τελικά περάσαμε μπροστά απ’ τον εκπληκτικο Salto Angel, για μια τελευταία αφ’ υψηλού όψη του.
Κυριακή 4 Απριλίου 2010. MANAUS
Το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας σαλπάραμε από το Santarem για το τρίτο και τελευταίο μέρος του ταξιδιού μας στον Αμαζόνιο. Δύο μερόνυχτα πορεία δυτική με προορισμό το Manaus.
Χτισμένη κυριολεκτικά στην καρδιά της ζούγκλας του Αμαζονίου, η πόλη του Manaus γνώρισε μια τεράστια οικονομική άνθηση και μια εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού της κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν εκτινάχθηκε η ζήτηση της παγκόσμιας αγοράς για το φυσικό latex, που εξάγεται από τα καουτσουκόδεντρα του Αμαζονίου. Ήταν τότε που το Manaus αποκτούσε τον τίτλο: “το Παρίσι των Τροπικών”. Σύμβολο και απομεινάρι της χρυσής εκείνης εποχής, αποτελεί το θέατρο του Manaus, όπου στην αυγή του 20ου αιώνα προσκαλούνταν οι διασημότεροι Ευρωπαίοι μουσικοί και τενόροι.Σήμερα το Manaus είναι μία μεγαλούπολη δύο εκατομμυρίων κατοίκων, που χτίστηκε και εξακολουθεί να αναπτύσσεται με υλικά που μεταφέρονται σχεδόν αποκλειστικά μέσω του ποταμού. Αποτελεί άλλωστε το μεγαλύτερο διεθνές λιμάνι στον κόσμο σε τόσο μεγάλη απόσταση από τη θάλασσα.
Το Manaus αποτελεί επίσης τον προορισμό πολλών τουριστών που καταφθάνουν εδώ, συνήθως αεροπορικώς, για να οργανώσουν μια ολιγοήμερη εκδρομή στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Το πρωί της Παρασκευής λοιπόν, ξεκινήσαμε κι εμείς για μια τέτοια οργανωμένη εκδρομή τριών ημερών σε κάποια περιοχή νότια του Manaus.
Πηγαίνοντας, περάσαμε από το Encontro das Aguas, το σημείο όπου σμίγουν οι ποταμοί rio Negro και rio Solimoes, σχηματίζοντας τον Αμαζόνιο. Όπως ακριβώς συμβαίνει στο Santarem, έτσι κι εδώ η διαφορετική θερμοκρασία, ταχύτητα και πυκνότητα των ετερόχρωμων νερών των δύο ποταμών, εμποδίζει την ανάμιξή τους, δημιουργώντας μια διχρωμία που εκτείνεται σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων. Καθώς περνούσαμε με τη βάρκα από τον έναν ποταμό στον άλλο, έχοντας διαρκώς το χέρι μας στο νερό, διαπιστώσαμε πως η διαφορά της θερμοκρασίας τους είναι πράγματι εντυπωσιακή.
Η πρώτη μέρα της εκδρομής περιελάμβανε βόλτες με βάρκα στους υδάτινους διαδρόμους που δημιουργούνται μέσα στο πλημμυρισμένο δάσος, προκειμένου να συναντήσουμε δελφίνια, να δούμε -και κυρίως ν’ ακούσουμε- διάφορα είδη πουλιών και πιθήκων, αλλά και για μια πρώτη γνωριμία με την πλούσια χλωρίδα του Αμαζονίου.
Στη συνέχεια το πρόγραμμα περιελάμβανε ψάρεμα των διάσημων μικρών ψαριών του Αμαζονίου με την εξαιρετικά αιχμηρή οδοντοστοιχία, των piranhas, καθώς και νυχτερινή αναζήτηση μικρών κροκοδείλων.
Εχθές, Μεγάλο Σάββατο για Ορθόδοξους και Καθολικούς, ξεκινήσαμε από νωρίς για περπάτημα αρκετών ωρών μέσα στην πυκνή βλάστηση, για να γνωρίσουμε παράξενα φυτά και έντομα της ζούγκλας. Ανάμεσα στα διάφορα περίεργα κι αξιοθαύμαστα που είδαμε, εντύπωση μας προκάλεσε κι ο μεγάλος αριθμός φαρμακευτικών φυτών που οι ιθαγενείς χρησιμοποιούν για τη θεραπεία κάθε λογής ασθενειών και τραυμάτων!
Η βλάστηση στον Αμαζόνιο είναι τόσο πυκνή, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να έρθει κανείς σε άμεση επαφή με την πανίδα του κι έτσι τα ζώα που ζουν εκεί, περισσότερο τα ακούς, παρά τα βλέπεις.
Τη νύχτα κοιμηθήκαμε σε αιώρες μέσα στο δάσος κι έτσι κάναμε ανάσταση ακούγοντας το ολονύκτιο τιτίβισμα των πουλιών και τις δυνατές, συχνά τρομακτικές, κραυγές των πιθήκων -ή ίσως και μεγαλύτερων θηλαστικών...
Σήμερα το πρωί περάσαμε από το σπίτι μιας οικογένειας ντόπιων, για να πάρουμε μια ελάχιστη ιδέα της ζωής σ’ ένα απ’ αυτά τα ξύλινα, στηριγμένα σε πασσάλους σπίτια που βλέπουμε στις ακτές του ποταμού, αλλά και να γνωρίσουμε τα άγνωστα σε μας φυτά που καλλιεργούν στην αυλή τους.
Το μεσημέρι, μετά από μια τελευταία αποχαιρετιστήρια βουτιά στα νερά του Αμαζονίου και αφού γευματίσαμε μία τελευταία πιρανχόσουπα, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το Manaus.
Κυριακή 28 Μαρτίου 2010. SANTAREM
Μετά από άλλες 28 ώρες πορείας στον Αμαζόνιο, χθες τα ξημερώματα φτάσαμε στο Santarem. Αυτή τη φορά ταξιδέψαμε με σιδερένιο πλοίο, πολύ μεγαλύτερο και λιγότερο γραφικό απ΄το προηγούμενο. Ωστόσο και πάλι οι χώροι των επιβατών δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά μεγάλοι άδειοι χώροι στους οποίους στήνουν οι επιβέτες τις αιώρες τους.
Το Santarem είναι μια σχετικά μικρή –για τα δεδομένα της Βραζιλίας– πόλη, χτισμένη στο σημείο όπου ο ποταμός Tapajos χύνεται στον Αμαζόνιο. Λόγω διαφορών στην ταχύτητα, την πυκνότητα και τη θερμοκρασία, τα σκουρόχρωμα νερά του Tapajos και τα καφετιά νερά του Αμαζονίου ρέουν για αρκετά χιλιόμετρα παράλληλα, χωρίς να αναμιγνύονται, δημιουργώντας μια παράξενη διχρωμία μπροστά στην πόλη του Santarem.33 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Santarem, στις όχθες του Rio Tapajos,βρίσκεται το χωριό Alter do Chao. Οι λευκές αμμώδεις νησίδες που σχηματίζονται μες στο ποτάμι, μπροστά στο Alter do Chao, έχουν κερδίσει για λογαριασμό του το προσωνύμιο: «η Καραϊβική του Αμαζονίου».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)