Τρίτη 25 Αυγούστου 2009. Parque Nacional TAYRONA

Να λοιπόν που μετά από σχεδόν δύο εβδομάδες στην Νότια Αμερική, βρεθήκαμε στο πρώτο πραγματικά μοναδικό τοπίο απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς. Το Εθνικό Πάρκο Tayrona καταλαμβάνει μία λωρίδα ακτογραμμής περίπου 35χμ βορειοανατολικά της Santa Marta, στην περιοχή όπου πριν την έλευση των Ισπανών κατοικούσε η φυλή Tayrona. Η πρόσβαση μπορεί να γίνει είτε με λεωφορείο από τη Santa Marta μέχρι την είσοδο του πάρκου και περπάτημα από παραλία σε παραλία είτε με βάρκα από την Taganga που σ΄αφήνει κατευθείαν στο Cabo de San Juan, την τελευταία στη σειρά – και ίσως ομορφότερη - παραλία του πάρκου. Επιλέξαμε να πάμε με τη βάρκα κάποιου που μας σύστησε η Ursula και να γυρίσουμε με περπάτημα και λεωφορείο.

Πλεύσαμε λοιπόν με μία ξύλινη βάρκα δεκαπέντε ατόμων για περίπου μία ώρα παράλληλα με την ακτή. Η πορεία με την βάρκα μέσα από τα αφρισμένα κύματα της ταραγμένης Καραϊβικής, ήταν μία εμπειρία από μόνη της. Κάθε τόσο ξεπηδούσαν γύρω μας μεγάλα χελιδονόψαρα που πετούσαν για αρκετά δευτερόλεπτα πάνω από το νερό, ενώ κάποια στιγμή εμφανίστηκαν μια ομάδα δελφίνια που άρχισαν να παίζουν με τη βάρκα μας πηδώντας τόσο κοντά μας που θα μπορούσαμε απλώνοντας το χέρι να τα αγγίξουμε.

Μετά λοιπόν από αρκετό ταρακούνημα και ανακάτεμα φτάσαμε στη μαγευτική παραλία Cabo de San Juan. Πρόκειται στην πραγματικότητα για δύο παραλίες μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται ένα μικρό βραχώδες ακρωτήρι. Βαθιά γαλαζοπράσινα νερά και χρυσαφένια αμμουδιά οριοθετημένη από πανύψηλους κοκοφοίνικες. Πιο πίσω υπάρχουν κάποιες στοιχειώδεις εγκαταστάσεις (εστιατόριο, τουαλέτες, ντουζ) και χώρος όπου μπορείς να κατασκηνώσεις. Στήσαμε λοιπόν το σκηνάκι μας σε μια παχιά σκιά και βουτήξαμε ν΄απολαύσουμε τη θάλασσα.

Αρχικά σχεδιάζαμε να μείνουμε ένα βράδυ στο πάρκο και να φύγουμε την επομένη. Βλέποντας όμως την απίστευτη ομορφιά του τοπίου και γνωρίζοντας ότι υπήρχαν κι άλλες παραλίες που μας περίμεναν να τις εξερευνήσουμε, αλλάξαμε αμέσως τα πλάνα μας και αποφασίσαμε να παρατείνουνε την παραμονή μας τουλάχιστον κατά μία μέρα. Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε από νωρίς για την πιο απομακρυσμένη ακτή του πάρκου, την παραλία de los nudistas (των γυμνιστών). Φτάνοντας, η παραλία ήταν άδεια κι έτσι απολαύσαμε μερικές στιγμές «Γαλάζιας Λίμνης» (σχετικές φωτογραφίες δε θα αναρτηθούν!).

Το μονοπάτι που σε πηγαίνει από παραλία σε παραλία, περνάει μέσα από ένα δάσος από φοινικιές και μπανανιές. Το έδαφος είναι διάτρητο από εκατοντάδες μεγάλες καβουρότρυπες. Στην είσοδο τους στέκουν διστακτικά κάτι τεράστιοι μπλε-κίκτρινοι κάβουρες, που μόλις πλησιάζεις εξαφανίζονται στην τρύπα τους.

Το μεσημεράκι πήγαμε προς την παραλία La piscina. Μια σειρά από βράχους απέναντι από την ακτή λειτουργεί σα φυσικός κυματοθραύστης και έτσι τα νερά της παραλίας αυτής είναι πιο ήρεμα από των υπολοίπων.

Σήμερα το πρωί πήραμε το μονοπάτι που ανηφορίζει προς το Pueblito, όπου βρίσκονται τα απομεινάρια ενός προκολομβιανού οικισμού. Μιάμιση ώρα ανάβαση μέσα από οργιώδη τροπική βλάστηση. Νιώθαμε σα να παίζουμε σε ταινία με τον Μόγλη ή τον Ταρζάν καθώς περπατούσαμε ανάμεσα από πεσμένους βράχους, πελώριες ρίζες και κλαδιά δέντρων που κρέμονταν σα σχοινιά.

Σε κάποια στιγμή ακούσαμε γύρω μας κάτι παράξενες κραυγές. Μια ομάδα πιθήκων με λευκό κεφάλι πηδούσαν από δέντρο σε δέντρο. Που και που στέκονταν σε κάποιο κλαδί και έτρωγαν καρπούς κοιτάζοντάς μας στα μάτια.

Ο οικισμός του Pueblito κατοικήθηκε από το 400 μέχρι και το 1600μ.Χ. και σήμερα σώζονται εκεί τα θεμέλια από διακόσιες πενήντα περίπου κατοικίες. Στον ίδιο χώρο ζει τώρα μια οικογένεια Ινδιάνων. Φορούν μακριά ολόσωμα λευκά ενδύματα και μιλούν τη γλώσσα τους (δυστυχώς μας ζήτησαν να μη τους φωτογραφίσουμε). Στην ευρύτερη περιοχή ζουν αρκετές χιλιάδες Ινδιάνοι σε μικρά χωριά μες στη ζούγκλα.

Επιστρέφοντας από το Pueblito κάναμε μια τελευταία αποχαιρετιστήρια βουτιά, μαζέψαμε τη σκηνούλα μας και ξεκινήσαμε το μακρύ ποδαρόδρομο για την έξοδο του πάρκου, διασχίζοντας μονοπάτια μέσα από πυκνή βλάστηση και ατελείωτες αμμουδιές.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009. SANTA MARTA

Το πρωί της Τετάρτης αποχαιρετήσαμε την οικογένεια του Miguel και ξεκινήσαμε το μακρύ ταξίδι για τη Santa Marta της Κολομβίας. Με αυτοκίνητο «por puesto» μέχρι τα σύνορα και από 'κεί με λεωφορείο. Τα «por puesto» είναι κάτι σαν ταξί που γεμίζουν με επιβάτες και ο καθένας πληρώνει ξεχωριστά για τον εαυτό του. Σχεδόν τα μισά αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στη Βενεζουέλα είναι κάτι πανάρχαια σαραβαλιασμένα βορειοαμερικάνικα αμάξια σαν αυτά που βλέπουμε σε ταινίες του ΄60. Φορτωθήκαμε λοιπόν σ΄ένα τέτοιο, τρεις γυναίκες μ΄ένα μωρό της αγκαλιάς στο πίσω κάθισμα κι εμείς μπροστά. Διαδρομή δυόμιση ωρών μέσα από την περιοχή των Guajiro. Εικόνες απόλυτης φτώχειας. Παραπήγματα σε βάλτους και ξερές εκτάσεις με τεράστιους σα μεγάλα δέντρα κάκτους, σκουπίδια και κοκαλιάρικα ζώα (οι πιο ισχνές αγελάδες που έχουμε δει ποτέ!).

Στα σύνορα κατεβήκαμε για τις απαραίτητες διατυπώσεις και σφραγίδες. Στο Macaio, την πρώτη πόλη της Κολομβίας μετά τα σύνορα, αφήσαμε το «por puesto» κι ανεβήκαμε σ΄ένα μικρό κολομβιάνικο λεωφορείο με προορισμό τη Santa Marta. Ταξίδι σχεδόν πέντε ωρών που μας φάνηκαν αιώνας. Η τηλεόραση του λεωφορείου έπαιζε ακατάπαυστα σε μέγιστη ένταση, προβάλλοντας τη μία πίσω από την άλλη αμερικάνικες πολεμικές ταινίες. Πέντε ώρες πυροβολισμών κι εκρήξεων στη διαπασών! Έξω οι ίδιες εικόνες ένδειας κι εξαθλίωσης μ΄ αυτές που αντικρίσαμε και από την άλλη πλευρά των συνόρων. Αρκετοί από τους επιβάτες του λεωφορείου ήταν ιθαγενείς που δε μιλούσαν καν ισπανικά. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκαν στο λεωφορείο σα χαμένοι ένα νεαρό ζευγάρι Ινδιάνων, ξυπόλυτοι μ΄ένα λευκό σεντόνι τυλιγμένο στο γυμνό κορμί τους κι ένα μωρό στην αγκαλιά!

Στη Santa Marta θα μέναμε στης Ursula. Μας είχε πει πως θα δούλευε μέχρι της 18:30 και πως αφού σχολούσε θα μπορούσαμε να βρεθούμε για να μας πάει στο σπίτι της, όπου θα κοιμόμασταν σε αιώρες. Φτάνοντας όμως αργά το μεσημέρι στην πόλη της Santa Marta, νιώθαμε τόσο εξουθενωμένοι από το ταξίδι, που το μόνο που θέλαμε ήταν ένα κρεβάτι να κοιμηθούμε. Αφήσαμε λοιπόν τις αιώρες της Ursula και τραβήξαμε κατευθείαν για το οικονομικότερο κατάλυμα που πρότεινε ο οδηγός μας. Εκεί όμως μας περίμενε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Φτάνοντας στο δωμάτιο και ανοίγοντας τα πράγματα μας, διαπιστώσαμε πως είχαμε υποστεί το πρώτο μεγάλο πλήγμα, την πρώτη μεγάλη απώλεια. Η φωτογραφική μας μηχανή έλειπε! Δε ξέρουμε με σιγουριά που και πότε μπορεί να τη χάσαμε ή να μας την έκλεψαν. Πιθανολογούμε ωστόσο ότι μάλλον θα έκανε φτερά στα σύνορα, όταν κατεβήκαμε από το αμάξι για τις σφραγίδες, αφού αυτή ήταν η μόνη στιγμή που αφήσαμε τα πράγματά μας.

Εντωμεταξύ, ένα κρυωματάκι που μας τριγυρνούσε και μας ταλαιπωρούσε ήδη από την Merida, φαίνεται πως τελικά, σε συνδυασμό και με την κούραση του ταξιδιού, κατέβαλε τόσο πολύ τους καλομαθημένους μας οργανισμούς, που όταν ξυπνήσαμε την επόμενη μέρα, νιώθαμε τόσο αδύναμοι, που δε μπορούσαμε να το κουνήσουμε ρούπι απ' το ξενοδοχείο. Κάθε φορά που κάναμε να ξεμυτίσουμε και βγαίναμε στον ήλιο, ζαλιζόμασταν σαν τα κοτόπουλα και γυρίζαμε αμέσως στο δωμάτιό μας. Αποφασίσαμε λοιπόν να δώσουμε στους εαυτούς μας ένα off δύο ημερών, μέχρι να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας. Έτσι, η Πέμπτη και η Παρασκευή κύλησαν με πολύ ύπνο και εξόδους το πολύ μέχρι το κοντινότερο εστιατόριο για φαγητό. Χθες το απόγευμα αναθαρρέψαμε λιγάκι και πήγαμε μέχρι την αγορά να ψωνίσουμε την καινούργια μας φωτογραφική μηχανή. Φυσικά πήραμε ότι οικονομικότερο υπήρχε κι έτσι ίσως οι φωτογραφίες μας στο εξής να είναι κατώτερης ποιότητας από τις προηγούμενες.

Σήμερα το πρωί νιώθοντας αρκετά καλύτερα επισκεφθήκαμε την Taganga, ένα γραφικό ψαροχώρι πέντε χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Santa Marta. Εδώ είναι που μένει και η Ursula. Της τηλεφωνήσαμε και συναντηθήκαμε. Ήπιαμε μια λεμονάδα στην αμμουδιά κι ύστερα μας ξενάγησε στο χωριό της. Δυστυχώς (πάλι άτυχοι!) αυτή την περίοδο στην Taganga, όπως και στην Santa Marta, γίνονται εκτεταμένα έργα ανάπλασης με αποτέλεσμα να είναι όλοι οι δρόμοι σκαμμένοι. Παρόλ΄ αυτά η αμμουδιά του χωριού με τις αραγμένες ψαρόβαρκες ήταν αρκετά γραφική.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009. MERIDA - MARACAIBO

Μετά από νυχτερινό ταξίδι έντεκα ωρών, το πρωί της Κυριακής φτάσαμε στη Merida. Χτισμένη στους πρόποδες του Pico Bolivar, της υψηλότερης κορυφής των Βενεζουελιάνικων Άνδεων (5007μ.) είναι η πρώτη γραφική πόλη που συναντήσαμε. Στενοί δρόμοι, μικρά χρωματιστά σπίτια, όμορφες εκκλησίες, πλατείες με μεγάλα δέντρα. Η κυριότερη ωστόσο ατραξιόν της πόλης είναι το τελεφερίκ. Σκαρφαλώνοντας από την πόλη της Merida (1577μ.) ως την κορυφή Pico Espejo (4765μ.) είναι η υψηλότερη και η μακρύτερη γραμμή τελεφερίκ στον κόσμο. Φαίνεται όμως πως η κακοτυχία δε λέει να μας εγκαταλείψει, καθώς το τελεφερίκ, δηλαδή ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο ήρθαμε μέχρι εδώ, έχει σταματήσει να λειτουργεί εδώ και αρκετούς μήνες, υποτίθεται για συντήρηση. Στην πραγματικότητα κανείς δε ξέρει με σιγουριά ούτε γιατί σταμάτησε ούτε πότε θα ξαναρχίσει να λειτουργεί. Αρκεστήκαμε λοιπόν σε βόλτες στο γραφικό κέντρο της πόλης.

Χθες βράδυ πήραμε το νυχτερινό λεωφορείο για Maracaibo. Εκεί θα βρισκόμασταν για πρωινό καφέ με τον Miguel, το φίλο της Deisy που μαθαίνει ελληνικά, κι έπειτα θα παίρναμε το δρόμο για την Κολομβία. Στις επτά το πρωί φτάσαμε στο σταθμό των λεωφορείων του Maracaibo και σ΄ένα τέταρτο εμφανίστηκαν ο Miguel και ο πατέρας του μ΄ένα μεγάλο τάπερ γεμάτο arepas - που μόλις είχε ετοιμάσει η μητέρα του Miguel - και μία πρόταση: να μείνουμε σπίτι τους ένα βράδυ και να ξεκινήσουμε για Κολομβία το επόμενο πρωί. Κουρασμένοι και άυπνοι καθώς ήμασταν απ' το ταξίδι, η πρότασή τους μας φάνηκε ιδιαίτερα δελεαστική και τη δεχτήκαμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Καθίσαμε σ΄ένα πάρκο στην όχθη της τεράστιας λιμνοθάλασσας του Maracaibo και βάλαμε στη μέση το τάπερ με τις ζεστές ακόμα arepas της μαμάς.

Η οικογένεια του Miguel ζει σ΄ένα μικρό διαμέρισμα στα όρια της πόλης, εκεί όπου αρχίζουν οι αυθαίρετα χτισμένες φτωχοσυνοικίες. Οι γειτονιές αυτές ως αυθαίρετες δεν υδρεύονται κι οι κάτοικοι τους αναγκάζονται να κλέβουν νερό από τους αγωγούς που περνούν μέσα απ' αυτές. Έτσι, στην πολυκατοικία που ζει ο Miguel, ενώ είναι νόμιμη, δε φτάνει παρά ελάχιστο νερό. Οι κάτοικοι λοιπόν της πολυκατοικίας, όπως προφανώς και πολλών άλλων πολυκατοικιών, έχουν εφαρμόσει το εξής σύστημα: Στο ισόγειο της πολυκατοικίας υπάρχει μια μεγάλη δεξαμενή όπου συγκεντρώνεται το νερό που φτάνει λίγο-λίγο στην οικοδομή. Μία ώρα την ημέρα, μεταξύ 14:00 και 15:00, μία αντλία στέλνει νερό από τη δεξαμενή στα διαμερίσματα της πολυκατοικίας Το κάθε διαμέρισμα με τη σειρά του, έχει μία μικρή δεξαμενή, όπου μεταξύ 14:00 και 15:00 συγκεντρώνεται το νερό της ημέρας, και μία αντλία, που της υπόλοιπες ώρες της ημέρας στέλνει νερό στις βρύσες του σπιτιού. Και βέβαια το νερό αυτό πρέπει να βραστεί για να γίνει πόσιμο, ενώ φυσικά ούτε λόγος για ζεστό νερό.

Στο σπίτι αυτή τη στιγμή ζουν οι γονείς και τα δύο από τα τέσσερα παιδιά τους, ο Jebus και ο Miguel. Συμπτωματικά και οι τέσσερις έχουν μια ιδιαίτερα σχέση με την Ελλάδα, για ένα δικό του λόγο ο καθένας. Ο Miguel σπουδάζει Γεωδαισία και Αστρονομία και παράλληλα, από προσωπικό ενδιαφέρον, κάθε Σαββατοκύριακο ταξιδεύει ως την Valencia, όπου υπάρχει μεγάλη ελληνική κοινότητα, και παρακολουθεί μαθήματα ελληνικών. Ο Jebus σπουδάζει Ιστορία κι ένα μεγάλο μέρος των σπουδών του αφορά φυσικά την Αρχαία Ελλάδα. Ο πατέρας, συνταξιούχος καθηγητής αγγλικών, δουλεύει σήμερα ως οδηγός ταξί και καθώς είναι ιδιαίτερα θρήσκος, στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται αποκλειστικά με τη μελέτη της Βίβλου. Έτσι, γνωρίζει αρκετές περιοχές της Ελλάδας μέσα από τις επιστολές του Παύλου, ενώ ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη μελέτη του πρωτότυπου αρχαιοελληνικού κειμένου της Καινής Διαθήκης. Τέλος, η πρώτη σχέση της μητέρας όταν ήταν νέα, ήταν ένας Έλληνας μετανάστης, που όμως σκοτώθηκε σε δυστύχημα.

Το απόγευμα ο Jebus κι ο Miguel μας ξενάγησαν στο ιστορικό κέντρο του Maracaibo και το βραδάκι καταλήξαμε για μπύρες στη συνοικία Santa Lousia. Εκεί μια θαμώνας ακούγοντας πως είμαστε Έλληνες, έβγαλε ενθουσιασμένη από την τσάντα της μια ελληνική σημαία, που μόλις χθες της είχε χαρίσει ο άντρας μιας φίλης της, Έλληνας ναυτικός!

Η μητέρα του Miguel δουλεύει εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια ως νοσοκόμα. Ανήκει στην ινδιάνικη φυλή Γκουαχίρο, που κατοικεί στην περιοχή εκατέρωθεν των συνόρων Βενεζουέλας – Κολομβίας. Κάποια στιγμή μπήκε στο δωμάτιο της και μας έφερε από ένα δώρο. Ένα γυναικείο ένδυμα των Gouajiro κι ένα μπλουζάκι του PSUV, του κόμματος του Chavez, ως ενθύμιο απ΄τη «Chavezouela», όπως αυτοσαρκαστικά αποκαλούν οι ίδιοι τη χώρα τους. Το μπλουζάκι γράφει «Για το Maracaibo με τον Chavez» κι έχει ζωγραφισμένες δύο ανοιχτές παλάμες, που συμβολίζουν λέει τα δέκα χρόνια που έχει ο Chavez στην εξουσία, αλλά και τις δέκα εκατομμύρια ψήφους του πρόσφατου δημοψηφίσματος, που τον διατήρησαν σ΄αυτήν. Όταν λοιπόν τους είπαμε τι σημαίνουν στην Ελλάδα οι ανοιχτές παλάμες βάλαν τα γέλια. «Είναι σαν να μουτζώνουμε τον Chavez» είπε ο Miguel, «ή εμάς τους ίδιους που τον ψηφίσαμε» συμπλήρωσε γελώντας ο πατέρας του...