Πλεύσαμε λοιπόν με μία ξύλινη βάρκα δεκαπέντε ατόμων για περίπου μία ώρα παράλληλα με την ακτή. Η πορεία με την βάρκα μέσα από τα αφρισμένα κύματα της ταραγμένης Καραϊβικής, ήταν μία εμπειρία από μόνη της. Κάθε τόσο ξεπηδούσαν γύρω μας μεγάλα χελιδονόψαρα που πετούσαν για αρκετά δευτερόλεπτα πάνω από το νερό, ενώ κάποια στιγμή εμφανίστηκαν μια ομάδα δελφίνια που άρχισαν να παίζουν με τη βάρκα μας πηδώντας τόσο κοντά μας που θα μπορούσαμε απλώνοντας το χέρι να τα αγγίξουμε.
Μετά λοιπόν από αρκετό ταρακούνημα και ανακάτεμα φτάσαμε στη μαγευτική παραλία Cabo de San Juan. Πρόκειται στην πραγματικότητα για δύο παραλίες μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται ένα μικρό βραχώδες ακρωτήρι. Βαθιά γαλαζοπράσινα νερά και χρυσαφένια αμμουδιά οριοθετημένη από πανύψηλους κοκοφοίνικες. Πιο πίσω υπάρχουν κάποιες στοιχειώδεις εγκαταστάσεις (εστιατόριο, τουαλέτες, ντουζ) και χώρος όπου μπορείς να κατασκηνώσεις. Στήσαμε λοιπόν το σκηνάκι μας σε μια παχιά σκιά και βουτήξαμε ν΄απολαύσουμε τη θάλασσα.
Αρχικά σχεδιάζαμε να μείνουμε ένα βράδυ στο πάρκο και να φύγουμε την επομένη. Βλέποντας όμως την απίστευτη ομορφιά του τοπίου και γνωρίζοντας ότι υπήρχαν κι άλλες παραλίες που μας περίμεναν να τις εξερευνήσουμε, αλλάξαμε αμέσως τα πλάνα μας και αποφασίσαμε να παρατείνουνε την παραμονή μας τουλάχιστον κατά μία μέρα. Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε από νωρίς για την πιο απομακρυσμένη ακτή του πάρκου, την παραλία de los nudistas (των γυμνιστών). Φτάνοντας, η παραλία ήταν άδεια κι έτσι απολαύσαμε μερικές στιγμές «Γαλάζιας Λίμνης» (σχετικές φωτογραφίες δε θα αναρτηθούν!).
Το μονοπάτι που σε πηγαίνει από παραλία σε παραλία, περνάει μέσα από ένα δάσος από φοινικιές και μπανανιές. Το έδαφος είναι διάτρητο από εκατοντάδες μεγάλες καβουρότρυπες. Στην είσοδο τους στέκουν διστακτικά κάτι τεράστιοι μπλε-κίκτρινοι κάβουρες, που μόλις πλησιάζεις εξαφανίζονται στην τρύπα τους.
Το μεσημεράκι πήγαμε προς την παραλία La piscina. Μια σειρά από βράχους απέναντι από την ακτή λειτουργεί σα φυσικός κυματοθραύστης και έτσι τα νερά της παραλίας αυτής είναι πιο ήρεμα από των υπολοίπων.
Σήμερα το πρωί πήραμε το μονοπάτι που ανηφορίζει προς το Pueblito, όπου βρίσκονται τα απομεινάρια ενός προκολομβιανού οικισμού. Μιάμιση ώρα ανάβαση μέσα από οργιώδη τροπική βλάστηση. Νιώθαμε σα να παίζουμε σε ταινία με τον Μόγλη ή τον Ταρζάν καθώς περπατούσαμε ανάμεσα από πεσμένους βράχους, πελώριες ρίζες και κλαδιά δέντρων που κρέμονταν σα σχοινιά.
Σε κάποια στιγμή ακούσαμε γύρω μας κάτι παράξενες κραυγές. Μια ομάδα πιθήκων με λευκό κεφάλι πηδούσαν από δέντρο σε δέντρο. Που και που στέκονταν σε κάποιο κλαδί και έτρωγαν καρπούς κοιτάζοντάς μας στα μάτια.
Ο οικισμός του Pueblito κατοικήθηκε από το 400 μέχρι και το 1600μ.Χ. και σήμερα σώζονται εκεί τα θεμέλια από διακόσιες πενήντα περίπου κατοικίες. Στον ίδιο χώρο ζει τώρα μια οικογένεια Ινδιάνων. Φορούν μακριά ολόσωμα λευκά ενδύματα και μιλούν τη γλώσσα τους (δυστυχώς μας ζήτησαν να μη τους φωτογραφίσουμε). Στην ευρύτερη περιοχή ζουν αρκετές χιλιάδες Ινδιάνοι σε μικρά χωριά μες στη ζούγκλα.
Επιστρέφοντας από το Pueblito κάναμε μια τελευταία αποχαιρετιστήρια βουτιά, μαζέψαμε τη σκηνούλα μας και ξεκινήσαμε το μακρύ ποδαρόδρομο για την έξοδο του πάρκου, διασχίζοντας μονοπάτια μέσα από πυκνή βλάστηση και ατελείωτες αμμουδιές.